Το 1965, στο Γκοτενμπεργκ της Σουηδίας πραγματοποιήθηκε η τοποθέτηση του πρώτου εμφυτεύματος δοντιού και έκτοτε δεν έχει σταματήσει η εξέλιξη στις τεχνικές και τα υλικά τα οποία χρησιμοποιούνται. Φυσικά, υπάρχει πληθώρα ασθενών οι οποίοι επωφελούνται από τη συγκεκριμένη θεραπεία, ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις στις οποίες δεν ενδείκνυται και είναι στην ευθύνη του ιατρού να επιλέξει ή όχι την θεραπεία με εμφυτεύματα στην εκάστοτε περίπτωση. Στόχος πάντοτε είναι η ασφάλεια του ασθενούς και η επιτυχία ενός λειτουργικού και αισθητικά άρτιου αποτελέσματος με διάρκεια στο χρόνο.
Οι περιπτώσεις αντενδείξεων χωρίζονται σε απόλυτες και σχετικές. Σε περιπτώσεις απόλυτων αντενδείξεων, ο ασθενής δεν μπορεί να προχωρήσει σε θεραπεία με εμφυτεύματα και ισχύει όταν ο ασθενής έχει επιβαρυμένο ιατρικό ιστορικό. Για παράδειγμα, όταν έχει υποστεί πρόσφατα έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο, έχει γίνει τοποθέτηση προσθετικής βαλβίδας στην καρδιά, βρίσκεται σε ανοσοκαταστολή, υπάρχει αδυναμία πήξης του αίματος, βρίσκεται σε ενεργή θεραπεία για κακοήθεια ή λαμβάνει χρόνια ενδοφλέβια διφωσονικά φάρμακα. Επίσης, στην κατηγορία των απόλυτων αντενδείξεων εντάσσονται και τα παιδιά κάτω των 18-21 ετών, τα οποία δεν έχουν ολοκληρωμένη σκελετική ανάπτυξη. Ωστόσο, άτομα μεγάλης ηλικίας δεν εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία, εάν η γενική υγεία τους τους επιτρέπει τη θεραπεία με εμφυτεύματα.
Στην κατηγορία των σχετικών αντενδείξεων εντάσσονται ασθενείς στους οποίους πρέπει να γίνει εξατομικευμένη εξέταση, ώστε να αποφασίσει ο ιατρός εάν μπορούν να προχωρήσουν στην θεραπεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις ανήκουν άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, στηθάγχη, οροθετικοί, εξαρτημένοι από αλκοόλ ή ναρκωτικά, υφίστανται ακτινοθεραπεία της γνάθου και του τραχήλου (εξαρτάται την περιοχή και την ποσότητα της ακτινοβολίας), νοσούν με ορισμένα αυτοάνοσα ή είναι βαριά καπνιστές.
Επίσης, οι σχετικές αντενδείξεις αφορούν και το σημείο όπου πρόκειται να γίνει η τοποθέτηση του εμφυτεύματος. Ο ιατρός εξετάζει την εκάστοτε περίπτωση και συζητά με τον ασθενή τα πλεονεκτήματα ή τις δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίσει, οι οποίες έχουν να κάνουν με την ανεπαρκή διάσταση του οστού της γνάθου, με ασθένειες των ούλων και των βλεννογόνων του στόματος, καθώς και με περιπτώσεις ενεργού και μη θεραπευμένης περιοδοντικής νόσου.
Επιπροσθέτως, είναι πρωτεύουσας σημασίας η εξάλειψη φλεγμονής ούλων εν ενεργεία και η σταθεροποίηση των υπόλοιπων δοντιών προτού γίνει το πρώτο βήμα για τη θεραπεία με εμφυτεύματα. Τυχόν φλεγμονή μπορεί να οφείλεται σε σφίξιμο των δοντιών με μεγάλη ένταση, σε χρόνια μόλυνση γειτονικών δοντιών ή οξεία ιγμορίτιδα, καθώς και η κακή στοματική υγιεινή, δεδομένου ότι τα μικρόβια της πέτρας από γειτονικά δόντια είναι εύκολο να μολύνουν τα εμφυτεύματα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα.
Ο γιατρός λαμβάνει από κοινού την απόφαση με τον ασθενή, κατόπιν ελέγχου και μελέτης των ενδείξεων και των αντενδείξεων ανά περίπτωση. Στόχος και των δύο πλευρών πρέπει να είναι η ασφαλής ολοκλήρωση της θεραπείας, η οποία να έχει το επιθυμητό αισθητικό αποτέλεσμα και με την κατάλληλη φροντίδα να έχει διάρκεια σε βάθος χρόνου.